ΧΑΡΥΤΟΒΡΥΤΑ χαριτόβρυτος -η -ο = (λόγ., ειρ.) χαριτωμένος, γεμάτος χάρες, θέλγητρα



ΧΑΡΥΤΟΒΡΥΤΑ χαριτόβρυτος -η -ο = (λόγ., ειρ.) χαριτωμένος, γεμάτος χάρες, θέλγητρα

Περιγραφή οστών!

 

Comments

Popular posts from this blog

Επτά ψέματα σε μία σελίδα.

JEAN-MICHEL TROGNEUX (ψευδώνυμο brigitte macron)

Θεοδοσιανός Κώδικας: Χριστιανικά Δημιουργημένοι Νόμοι της Ρώμης.