Ἡ σταδιακὴ πτῶσις τῶν Ἀθηνῶν.
Ο Συνέσιος (373-414 ), ὁ προσφιλής μαθητὴς τῆς Ὑπατίας, περιγράφει μετὰ ἀποτροπιασμοῦ τὴν ἐν Ἀθήναις ἀθλίαν κατάστασιν γύρω εἰς τὸ 397 κ.ε. : «Ἀλλὰ ὁ ἄθλιος πλοίαρχος ὅστις ἐδῶ μ' ἐκόμισε ἂς χαθῆ! Διότι τίποτα δὲν ἔχουν σήμερον αἱ Ἀθῆναι σπουδαῖον ἐκτὸς ἀπὸ τὰ περίφημα ὀνόματα τῶν πέριξ χωρίων. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς τὸ δέρμα τοῦ θυσιασθέντος ἱερείου παραμένει ὡς ἐνθύμημα τοῦ παλαιοῦ κάποτε ζώου, οὕτως κανταύθα, ἀφοῦ ἡ φιλοσοφία ἐξεδιώχθη, ἀπολείπεται νὰ θαυμάσῃ ὁ περιηγητής μόνον τὴν Ἀκαδημείαν καὶ τὸ Λύκειον καὶ, μὰ τὸν Δία, τὴν Ποικίλην Στοάν, ἢ ἔδωκε τοΰνομά της εἰς τὴν φιλοσοφίαν τοῦ Χρυσίππου. Τώρα πλέον δὲν εἶναι ποικίλη, καθότι ὁ ἀνθύπατος αφῄρεσε τὰς σανίδας, ἐπὶ τὰς ὁποίας ἀπετύπωσε τὴν τέχνην του ὁ Πολύγνωτος ὁ Θάσιος. Τανῦν μὲν, εἰς τοὺς ἰδικούς μας χρόνους, ἡ Αἰγυπτος ἐδέχθη καὶ τρέφει τὰ πνευματικὰ ἔργα τῆς Ὑπατίας, αἱ δὲ Ἀθῆναι, ἐνῷ παλαίτερον ἦτον ἡ πόλις ἐστία τῶν σοφῶν, σήμερον τὸ μόνον πρᾶγμα ὃ ἔχει διὰ νὰ ὑπερηφανεύηται εἶναι οἱ μελισσοκόμοι». (Επιστολαί, 136.3) Μνη